Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ascéndere, ascèndere (ρ. μτβ. και αμετβ.) asciugàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
ascensionàle (επίθ.) asciugatóio (ουσ αρσ )
ascensióne (θηλ.ουσ) asciugatrìce (θηλ.ουσ)
ascensionìsta (ουσ αρσ και θηλ.) asciugatùra (θηλ.ουσ)
ascensóre (ουσ αρσ ) asciuttézza (θηλ.ουσ)
ascensorìsta (ουσ αρσ και θηλ.) asciùtto (ουσ αρσ )
ascésa (θηλ.ουσ) asciùtto (επίθ.)
ascèsi (θηλ.ουσ) ascoltàre (ρ. μτβ.)
ascèsso (ουσ αρσ ) ascoltatóre (ουσ αρσ )
ascèta (ουσ αρσ και θηλ.) ascoltazióne (θηλ.ουσ)
ascètica (θηλ.ουσ) ascólto (ουσ αρσ )
ascètico (επίθ.) ascóndere (ρ. μτβ.)
ascetìsmo (ουσ αρσ ) ascòrbico (επίθ.)
àscia (θηλ.ουσ) ascrìvere (ρ. μτβ.)
asciàta (θηλ.ουσ) asèpsi (θηλ.ουσ)
ascidiàcei (ουσ αρσ πληθ.) asessuàle (επίθ.)
ascìdio (ουσ αρσ ) asessuàto (επίθ.)
ascisc (ουσ αρσ ) asèttico (επίθ.)
ascìssa (θηλ.ουσ) asfaltàre (ρ. μτβ.)
ascìte (θηλ.ουσ) asfaltatùra (θηλ.ουσ)
ascìtico (αρσ. επίθ και ουσ) asfàltico (επίθ.)
asciugacapélli (ουσ αρσ ) asfaltìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
asciugamàno (ουσ αρσ ) asfàlto (ουσ αρσ )
asciugànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) asfissìa (θηλ.ουσ)
asciugàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) asfissiànte (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: