Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amènto, aménto (ουσ αρσ ) amichévole (επίθ.)
Amèrica (θηλ.ουσ) amicìzia (θηλ.ουσ)
americàna (θηλ.ουσ) amìco (ουσ αρσ )
americanàta (θηλ.ουσ) amìco (επίθ.)
americanìsmo (ουσ αρσ ) amicóne (ουσ αρσ )
americanìsta (ουσ αρσ και θηλ.) amidàceo (επίθ.)
americanìstica (θηλ.ουσ) amidato (επίθ.)
americanizzàre (ρ. μτβ.) amidatùra (θηλ.ουσ)
americanizzàrsi (ρ. μ. αμτβ.) àmido (ουσ αρσ )
americanizzazióne (θηλ.ουσ) amìgdala (θηλ.ουσ)
americàno (ουσ αρσ ) amigdàlico (επίθ.)
americàno (επίθ.) amigdalìna (θηλ.ουσ)
americanofobo (αρσ. επίθ και ουσ) amilàceo (επίθ.)
americanòlogo (ουσ αρσ ) amilàsi (θηλ.ουσ)
amerìcio (ουσ αρσ ) amìle (ουσ αρσ )
amerindiàno (αρσ. επίθ και ουσ) amìlico (επίθ.)
ametìsta (θηλ.ουσ) amitòsi (θηλ.ουσ)
amètrope (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) amìtto (ουσ αρσ )
ametropìa (θηλ.ουσ) amlètico (επίθ.)
amfetamìna (θηλ.ουσ) ammaccaménto (ουσ αρσ )
amiànto (ουσ αρσ ) ammaccàre (ρ. μτβ.)
amìca (θηλ.ουσ) ammaccàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
amicarsi (ρ.μ. (αντων.)) ammaccatùra (θηλ.ουσ)
amichétta (θηλ.ουσ) ammaestràbile (επίθ.)
amichétto (ουσ αρσ ) ammaestraménto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: