Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

millivòltmetro (ουσ αρσ ) minaréto (ουσ αρσ )
Milo (θηλ.ουσ) minàto (επίθ.)
mìlza (θηλ.ουσ) minatóre (ουσ αρσ )
Milzìade (κύρ.όν. αρσ.) minatòrio (επίθ.)
mimàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) minchionàggine (θηλ.ουσ)
mimeografàre (ρ. μτβ.) minchionàre (ρ. μτβ.)
mimeògrafo (ουσ αρσ ) minchionatùra (θηλ.ουσ)
mimésco (επίθ.) minchióne (ουσ αρσ )
mimèsi, mìmesi (θηλ.ουσ) minchióne (επίθ.)
mimètico (επίθ.) minchionerìa (θηλ.ουσ)
mimetìsmo (ουσ αρσ ) mineràle (ουσ αρσ )
mimetizzàre (ρ. μτβ.) mineràle (θηλ.ουσ)
mimetizzarsi (ρ.μ. (αντων.)) mineràle (επίθ.)
mimetizzazióne (θηλ.ουσ) mineralìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mìmica (θηλ.ουσ) mineralizzàre (ρ. μτβ.)
mimicaménte (επίρ.) mineralizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
mìmico (επίθ.) mineralizzazióne (θηλ.ουσ)
mìmo (ουσ αρσ ) mineralogìa (θηλ.ουσ)
mimósa (θηλ.ουσ) mineralògico (επίθ.)
mìna (θηλ.ουσ) mineralogìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
minàccia (θηλ.ουσ) mineràrio (επίθ.)
minacciàre (ρ. μτβ.) minèrva (θηλ.ουσ)
minacciosaménte (επίρ.) minèstra (θηλ.ουσ)
minaccióso (επίθ.) minestrìna (θηλ.ουσ)
minàre (ρ. μτβ.) minestróne (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: