Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmìmica
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmimika] 1 μιμική και όρχηση 2 θεατρικό είδος με μιμική και όρχηση και όχι λόγο 3 μιμική 4 παντομίμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |