Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


minaréto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [minaˈreto]

μιναρές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  minare minato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

minaccia (θηλ.ουσ)
minacciare (ρ. μτβ.)
minacciosamente (επίρ.)
minaccioso (επίθ.)
minare (ρ. μτβ.)
minareto (ουσ αρσ )
minato (επίθ.)
minatore (ουσ αρσ )
minatorio (επίθ.)
minchionaggine (θηλ.ουσ)
minchionare (ρ. μτβ.)
minchionatura (θηλ.ουσ)
minchione (ουσ αρσ )
minchione (επίθ.)
minchioneria (θηλ.ουσ)
minerale (ουσ αρσ )
minerale (θηλ.ουσ)
minerale (επίθ.)
mineralista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mineralizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---