Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


minchionàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [minkjoˈnadʤine]

1 απλότητα
2 απλοὶκότητα
3 μωροπιστία
4 αφέλεια
5 αγαθοσύνη
6 ευπιστία
7 ακρισία
8 αγαθότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  minatorio minchionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

minare (ρ. μτβ.)
minareto (ουσ αρσ )
minato (επίθ.)
minatore (ουσ αρσ )
minatorio (επίθ.)
minchionaggine (θηλ.ουσ)
minchionare (ρ. μτβ.)
minchionatura (θηλ.ουσ)
minchione (ουσ αρσ )
minchione (επίθ.)
minchioneria (θηλ.ουσ)
minerale (ουσ αρσ )
minerale (θηλ.ουσ)
minerale (επίθ.)
mineralista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mineralizzare (ρ. μτβ.)
mineralizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
mineralizzazione (θηλ.ουσ)
mineralogia (θηλ.ουσ)
mineralogico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---