Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόminchióne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [minˈkjone] 1 χαζοβιόλης 2 βλάκας 3 εύπιστος άνθρωπος 4 χαζούλιακας minchióne επίθετο Προσφορά I.P.A.: [minˈkjone] 1 μωρόπιστος 2 εύπιστος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |