Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


minchióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [minˈkjone]

1 χαζοβιόλης
2 βλάκας
3 εύπιστος άνθρωπος
4 χαζούλιακας

minchióne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [minˈkjone]

1 μωρόπιστος
2 εύπιστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  minchionatura minchioneria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

minatore (ουσ αρσ )
minatorio (επίθ.)
minchionaggine (θηλ.ουσ)
minchionare (ρ. μτβ.)
minchionatura (θηλ.ουσ)
minchione (ουσ αρσ )
minchione (επίθ.)
minchioneria (θηλ.ουσ)
minerale (ουσ αρσ )
minerale (θηλ.ουσ)
minerale (επίθ.)
mineralista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mineralizzare (ρ. μτβ.)
mineralizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
mineralizzazione (θηλ.ουσ)
mineralogia (θηλ.ουσ)
mineralogico (επίθ.)
mineralogista (ουσ αρσ και θηλ.)
minerario (επίθ.)
minerva (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---