Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


minchionatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [minkjonaˈtura]

1 εμπαιγμός
2 περίγελος
3 χλευασμός
4 πείραγμα
5 κοροὶδία
6 διακωμώδηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  minchionare minchione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

minato (επίθ.)
minatore (ουσ αρσ )
minatorio (επίθ.)
minchionaggine (θηλ.ουσ)
minchionare (ρ. μτβ.)
minchionatura (θηλ.ουσ)
minchione (ουσ αρσ )
minchione (επίθ.)
minchioneria (θηλ.ουσ)
minerale (ουσ αρσ )
minerale (θηλ.ουσ)
minerale (επίθ.)
mineralista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mineralizzare (ρ. μτβ.)
mineralizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
mineralizzazione (θηλ.ουσ)
mineralogia (θηλ.ουσ)
mineralogico (επίθ.)
mineralogista (ουσ αρσ και θηλ.)
minerario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---