Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmimetìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [mimeˈtizmo] 1 συγκάλυψη 2 καμουφλάζ 3 μίμηση 4 μιμητισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |