Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mimósa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [miˈmosa], [miˈmoza]

η μιμόζα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mimo mina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mimetizzazione (θηλ.ουσ)
mimica (θηλ.ουσ)
mimicamente (επίρ.)
mimico (επίθ.)
mimo (ουσ αρσ )
mimosa (θηλ.ουσ)
mina (θηλ.ουσ)
minaccia (θηλ.ουσ)
minacciare (ρ. μτβ.)
minacciosamente (επίρ.)
minaccioso (επίθ.)
minare (ρ. μτβ.)
minareto (ουσ αρσ )
minato (επίθ.)
minatore (ουσ αρσ )
minatorio (επίθ.)
minchionaggine (θηλ.ουσ)
minchionare (ρ. μτβ.)
minchionatura (θηλ.ουσ)
minchione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---