Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mimetizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [mimetidˈdzare]

καμουφλάρομαι

mimetizzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [mimetidˈdzarsi]

1 συγκαλύπτομαι
2 καμουφλάρομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mimetismo mimetizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mimeografo (ουσ αρσ )
mimesco (επίθ.)
mimesi (θηλ.ουσ)
mimetico (επίθ.)
mimetismo (ουσ αρσ )
mimetizzare (ρ. μτβ.)
mimetizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
mimetizzazione (θηλ.ουσ)
mimica (θηλ.ουσ)
mimicamente (επίρ.)
mimico (επίθ.)
mimo (ουσ αρσ )
mimosa (θηλ.ουσ)
mina (θηλ.ουσ)
minaccia (θηλ.ουσ)
minacciare (ρ. μτβ.)
minacciosamente (επίρ.)
minaccioso (επίθ.)
minare (ρ. μτβ.)
minareto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---