Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trimèstre (ουσ αρσ ) trinciarsi (ρ.μ. (αντων.))
trimètrico (επίθ.) trinciàto (ουσ αρσ )
trìmetro (ουσ αρσ ) trinciàto (επίθ.)
trimorfìsmo (ουσ αρσ ) trinciatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
trimotóre (ουσ αρσ ) trinciatrìce (θηλ.ουσ)
trimotóre (επίθ.) trinciatùra (θηλ.ουσ)
trìna (θηλ.ουσ) trincóne (ουσ αρσ )
trinàcria (θηλ.ουσ) trinità (θηλ.ουσ)
trinàcrio (επίθ.) trinitàrio (αρσ. επίθ και ουσ)
trinàto (επίθ.) trinitarìsmo (ουσ αρσ )
trìnca (θηλ.ουσ) trinitrotoluòlo (ουσ αρσ )
trincàre (ρ. μτβ.) trìno (αρσ. επίθ και ουσ)
trincarìno (ουσ αρσ ) trinomiàle (επίθ.)
trincàta (θηλ.ουσ) trinòmio (αρσ. επίθ και ουσ)
trincèa (θηλ.ουσ) trìo (ουσ αρσ )
trinceraménto (ουσ αρσ ) trìodo (ουσ αρσ )
trinceràre (ρ. μτβ.) trionfàle (επίθ.)
trinceràrsi (ρ. μ. αμτβ.) trionfalìsmo (ουσ αρσ )
trincétto (ουσ αρσ ) trionfalìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
trinchettìna (θηλ.ουσ) trionfalìstico (επίθ.)
trinchétto (ουσ αρσ ) trionfalménte (επίρ.)
trinciaforàggi (ουσ αρσ ) trionfànte (αρσ. επίθ και ουσ)
trinciànte (ουσ αρσ ) trionfàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trinciapàglia (ουσ αρσ ) trionfatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
trinciàre (ρ. μτβ.) triónfo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: