Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trincétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trinˈʧetto]

1 κοφτερό εργαλείο του τσαγκάρη
2 φαλτσέτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trincerarsi trinchettina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trincata (θηλ.ουσ)
trincea (θηλ.ουσ)
trinceramento (ουσ αρσ )
trincerare (ρ. μτβ.)
trincerarsi (ρ. μ. αμτβ.)
trincetto (ουσ αρσ )
trinchettina (θηλ.ουσ)
trinchetto (ουσ αρσ )
trinciaforaggi (ουσ αρσ )
trinciante (ουσ αρσ )
trinciapaglia (ουσ αρσ )
trinciare (ρ. μτβ.)
trinciarsi (ρ.μ. (αντων.))
trinciato (ουσ αρσ )
trinciato (επίθ.)
trinciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trinciatrice (θηλ.ουσ)
trinciatura (θηλ.ουσ)
trincone (ουσ αρσ )
trinità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---