Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrinità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [triniˈta] Τριάδα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαSanta Trinità [θηλ.] = η Άγια Τριάδα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |