Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trionfànte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [trionˈfante]

1 επινίκιος
2 θριαμβικός
3 ενθουσιώδης
4 τροπαιοφόρος
5 θριαμβευτικός
6 νικητήριος
7 τροπαιούχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trionfalmente trionfare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trionfale (επίθ.)
trionfalismo (ουσ αρσ )
trionfalista (ουσ αρσ και θηλ.)
trionfalistico (επίθ.)
trionfalmente (επίρ.)
trionfante (αρσ. επίθ και ουσ)
trionfare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trionfatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trionfo (ουσ αρσ )
triossido (ουσ αρσ )
tripanosoma (ουσ αρσ )
tripanosomiasi (θηλ.ουσ)
tripartire (ρ. μτβ.)
tripartitico (επίθ.)
tripartitismo (ουσ αρσ )
tripartito (ουσ αρσ )
tripartito (επίθ.)
tripartizione (θηλ.ουσ)
tripla (θηλ.ουσ)
triplano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---