Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrionfatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [trionfaˈtore] 1 νικηφόρος 2 τροπαιούχος 3 τροπαιοφόρος 4 θριαμβευτής 5 νικητής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |