Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trionfalìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trionfaˈlizmo]

1 υπερβολική θριαμβευτική πίστη σε θρησκευτικές ή άλλες αρχές
2 πολιτική θριαμβολογίας
3 θριαμβολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trionfale trionfalista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trinomiale (επίθ.)
trinomio (αρσ. επίθ και ουσ)
trio (ουσ αρσ )
triodo (ουσ αρσ )
trionfale (επίθ.)
trionfalismo (ουσ αρσ )
trionfalista (ουσ αρσ και θηλ.)
trionfalistico (επίθ.)
trionfalmente (επίρ.)
trionfante (αρσ. επίθ και ουσ)
trionfare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trionfatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trionfo (ουσ αρσ )
triossido (ουσ αρσ )
tripanosoma (ουσ αρσ )
tripanosomiasi (θηλ.ουσ)
tripartire (ρ. μτβ.)
tripartitico (επίθ.)
tripartitismo (ουσ αρσ )
tripartito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---