Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrionfalìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [trionfaˈlizmo] 1 υπερβολική θριαμβευτική πίστη σε θρησκευτικές ή άλλες αρχές 2 πολιτική θριαμβολογίας 3 θριαμβολογία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |