Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtrio] 1 μουσική ομάδα τρίο 2 μουσική σύνθεση για 3 εκτελεστές 3 τριωδία 4 τρίο 5 τριφωνία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |