Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trinciatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [trinʧaˈtura]

1 υπόλοιπα κοπής
2 λιάνισμα
3 κόψιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trinciatrice trincone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trinciarsi (ρ.μ. (αντων.))
trinciato (ουσ αρσ )
trinciato (επίθ.)
trinciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trinciatrice (θηλ.ουσ)
trinciatura (θηλ.ουσ)
trincone (ουσ αρσ )
trinità (θηλ.ουσ)
trinitario (αρσ. επίθ και ουσ)
trinitarismo (ουσ αρσ )
trinitrotoluolo (ουσ αρσ )
trino (αρσ. επίθ και ουσ)
trinomiale (επίθ.)
trinomio (αρσ. επίθ και ουσ)
trio (ουσ αρσ )
triodo (ουσ αρσ )
trionfale (επίθ.)
trionfalismo (ουσ αρσ )
trionfalista (ουσ αρσ και θηλ.)
trionfalistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---