Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrinciàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [trinˈʧato] ψιλοκομμένος καπνός trinciàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [trinˈʧato] κομμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |