Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trinciapàglia  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,trinʧaˈpaʎʎa]

δρεπάνι σανού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trinciante trinciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trincetto (ουσ αρσ )
trinchettina (θηλ.ουσ)
trinchetto (ουσ αρσ )
trinciaforaggi (ουσ αρσ )
trinciante (ουσ αρσ )
trinciapaglia (ουσ αρσ )
trinciare (ρ. μτβ.)
trinciarsi (ρ.μ. (αντων.))
trinciato (ουσ αρσ )
trinciato (επίθ.)
trinciatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trinciatrice (θηλ.ουσ)
trinciatura (θηλ.ουσ)
trincone (ουσ αρσ )
trinità (θηλ.ουσ)
trinitario (αρσ. επίθ και ουσ)
trinitarismo (ουσ αρσ )
trinitrotoluolo (ουσ αρσ )
trino (αρσ. επίθ και ουσ)
trinomiale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---