Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrinceràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [trinʧeˈrare] 1 περιχαρακώνω 2 χαρακώνω 3 οχυρώνω 4 σκάβω περιφερειακή τάφρο trinceràrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [trinʧeˈrarsi] 1 τραβιέμαι 2 βρίσκω καταφύγιο 3 περιχαρακώνομαι 4 οχυρώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |