Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tecnocrazìa (θηλ.ουσ) tedióso (επίθ.)
tecnogràfico (επίθ.) tedòforo (αρσ. επίθ και ουσ)
tecnologìa (θηλ.ουσ) teen-ager (ουσ αρσ και θηλ.)
tecnològico (επίθ.) tefrìte (θηλ.ουσ)
tecnologizzàre (ρ. μτβ.) tegàme (ουσ αρσ )
tecnopatìa (θηλ.ουσ) tegamìno (ουσ αρσ )
tecnopolìmero (ουσ αρσ ) téglia (θηλ.ουσ)
tecnostruttùra (θηλ.ουσ) tégola (θηλ.ουσ)
téco (αντων.) tegolàta (θηλ.ουσ)
tèda (θηλ.ουσ) tégolo (ουσ αρσ )
tedescheggiàre (ρ.αμτβ.) tegumentàle (επίθ.)
tedescherìa (θηλ.ουσ) tegumentàrio (επίθ.)
tedésco (ουσ αρσ ) teguménto (ουσ αρσ )
tedésco (επίθ.) teicoltóre (ουσ αρσ )
tedescofilìa (θηλ.ουσ) teicoltùra (θηλ.ουσ)
tedescòfilo (αρσ. επίθ και ουσ) teièra (θηλ.ουσ)
tedescofobìa (θηλ.ουσ) teìna (θηλ.ουσ)
tedescòfobo (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) teìsmo (ουσ αρσ )
tedescùme (ουσ αρσ ) teìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Te Dèum, tedèum (ουσ αρσ ) teìstico (επίθ.)
tediàre (ρ. μτβ.) tèk (ουσ αρσ )
tediarsi (ρ.μ. (αντων.)) téla (θηλ.ουσ)
tèdio (ουσ αρσ ) telàggio (ουσ αρσ )
tediosaménte (επίρ.) telàio (ουσ αρσ )
tediosità (θηλ.ουσ) telamóne (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: