Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtèk
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛk] 1 δέντρο tectona grandis 2 δέντρο ξύλου τικ 3 σκληρό ξύλο τικ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |