Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


teìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [teˈizmo]

1 πίστη στο Θεό
2 θεὶσμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  teina teista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tegumento (ουσ αρσ )
teicoltore (ουσ αρσ )
teicoltura (θηλ.ουσ)
teiera (θηλ.ουσ)
teina (θηλ.ουσ)
teismo (ουσ αρσ )
teista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
teistico (επίθ.)
tek (ουσ αρσ )
tela (θηλ.ουσ)
telaggio (ουσ αρσ )
telaio (ουσ αρσ )
telamone (ουσ αρσ )
telato (επίθ.)
teleabbonato (ουσ αρσ )
telearma (θηλ.ουσ)
teleautografo (ουσ αρσ )
teleborsa (θηλ.ουσ)
telebussola (θηλ.ουσ)
telecabina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---