Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


telebórsa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,tɛleˈborsa]

ηλεκτρονική ενδεικτική διάταξη τιμών χρηματιστηρίου (με τηλέγραφο ή υπολογιστές με μόντεμ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  teleautografo telebussola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

telamone (ουσ αρσ )
telato (επίθ.)
teleabbonato (ουσ αρσ )
telearma (θηλ.ουσ)
teleautografo (ουσ αρσ )
teleborsa (θηλ.ουσ)
telebussola (θηλ.ουσ)
telecabina (θηλ.ουσ)
telecamera (θηλ.ουσ)
telecinematografia (θηλ.ουσ)
telecinesi (θηλ.ουσ)
telecinetico (επίθ.)
telecomandare (ρ. μτβ.)
telecomandato (επίθ.)
telecomando (ουσ αρσ )
telecompositrice (θηλ.ουσ)
telecomunicazione (θηλ.ουσ)
teleconferenza (θηλ.ουσ)
telecopiatrice (θηλ.ουσ)
telecronaca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---