Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


telàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [teˈlajo]

1 πλέγμα
2 σκελετός
3 πλαίσιο εκτύπωσης
4 σασί
5 υφαντικός ιστός
6 αργαλειός
7 πλαίσιο
8 ιστός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  telaggio telamone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

teista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
teistico (επίθ.)
tek (ουσ αρσ )
tela (θηλ.ουσ)
telaggio (ουσ αρσ )
telaio (ουσ αρσ )
telamone (ουσ αρσ )
telato (επίθ.)
teleabbonato (ουσ αρσ )
telearma (θηλ.ουσ)
teleautografo (ουσ αρσ )
teleborsa (θηλ.ουσ)
telebussola (θηλ.ουσ)
telecabina (θηλ.ουσ)
telecamera (θηλ.ουσ)
telecinematografia (θηλ.ουσ)
telecinesi (θηλ.ουσ)
telecinetico (επίθ.)
telecomandare (ρ. μτβ.)
telecomandato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---