Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


teicoltóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [teikolˈtore]

παραγωγός τσαγιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tegumento teicoltura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tegolata (θηλ.ουσ)
tegolo (ουσ αρσ )
tegumentale (επίθ.)
tegumentario (επίθ.)
tegumento (ουσ αρσ )
teicoltore (ουσ αρσ )
teicoltura (θηλ.ουσ)
teiera (θηλ.ουσ)
teina (θηλ.ουσ)
teismo (ουσ αρσ )
teista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
teistico (επίθ.)
tek (ουσ αρσ )
tela (θηλ.ουσ)
telaggio (ουσ αρσ )
telaio (ουσ αρσ )
telamone (ουσ αρσ )
telato (επίθ.)
teleabbonato (ουσ αρσ )
telearma (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---