Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


téglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈteʎʎa]

1 τέντζερης
2 τηγάνι
3 κατσαρόλα
4 ταψί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tegamino tegola  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pesce [αρσ.] in teglia = το ψάρι πλακί


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tedoforo (αρσ. επίθ και ουσ)
teen-ager (ουσ αρσ και θηλ.)
tefrite (θηλ.ουσ)
tegame (ουσ αρσ )
tegamino (ουσ αρσ )
teglia (θηλ.ουσ)
tegola (θηλ.ουσ)
tegolata (θηλ.ουσ)
tegolo (ουσ αρσ )
tegumentale (επίθ.)
tegumentario (επίθ.)
tegumento (ουσ αρσ )
teicoltore (ουσ αρσ )
teicoltura (θηλ.ουσ)
teiera (θηλ.ουσ)
teina (θηλ.ουσ)
teismo (ουσ αρσ )
teista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
teistico (επίθ.)
tek (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---