Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tegamìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tegaˈmino]

1 τηγανάκι
2 σαγανάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tegame teglia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


formaggio [αρσ.] al tegamino = το τυρί σαγανάκι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tedioso (επίθ.)
tedoforo (αρσ. επίθ και ουσ)
teen-ager (ουσ αρσ και θηλ.)
tefrite (θηλ.ουσ)
tegame (ουσ αρσ )
tegamino (ουσ αρσ )
teglia (θηλ.ουσ)
tegola (θηλ.ουσ)
tegolata (θηλ.ουσ)
tegolo (ουσ αρσ )
tegumentale (επίθ.)
tegumentario (επίθ.)
tegumento (ουσ αρσ )
teicoltore (ουσ αρσ )
teicoltura (θηλ.ουσ)
teiera (θηλ.ουσ)
teina (θηλ.ουσ)
teismo (ουσ αρσ )
teista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
teistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---