Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tediosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tedjosiˈta]

1 μπελάς
2 πλήξη
3 βαριεστιμάρα
4 σκοτούρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tediosamente tedioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Te Deum, tedeum (ουσ αρσ )
tediare (ρ. μτβ.)
tediarsi (ρ.μ. (αντων.))
tedio (ουσ αρσ )
tediosamente (επίρ.)
tediosità (θηλ.ουσ)
tedioso (επίθ.)
tedoforo (αρσ. επίθ και ουσ)
teen-ager (ουσ αρσ και θηλ.)
tefrite (θηλ.ουσ)
tegame (ουσ αρσ )
tegamino (ουσ αρσ )
teglia (θηλ.ουσ)
tegola (θηλ.ουσ)
tegolata (θηλ.ουσ)
tegolo (ουσ αρσ )
tegumentale (επίθ.)
tegumentario (επίθ.)
tegumento (ουσ αρσ )
teicoltore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---