Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tedésco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [teˈdesko]

1 (persona) ο Γερμανός, η Γερμανίδα
2 (lingua) τα γερμανικά

tedésco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [teˈdesko]

γερμανικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tedescheria tedescofilia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pastore [αρσ.] tedesco = το λυκόσκυλο Αλσατίας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tecnostruttura (θηλ.ουσ)
teco (αντων.)
teda (θηλ.ουσ)
tedescheggiare (ρ.αμτβ.)
tedescheria (θηλ.ουσ)
tedesco (ουσ αρσ )
tedesco (επίθ.)
tedescofilia (θηλ.ουσ)
tedescofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
tedescofobia (θηλ.ουσ)
tedescofobo (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
tedescume (ουσ αρσ )
Te Deum, tedeum (ουσ αρσ )
tediare (ρ. μτβ.)
tediarsi (ρ.μ. (αντων.))
tedio (ουσ αρσ )
tediosamente (επίρ.)
tediosità (θηλ.ουσ)
tedioso (επίθ.)
tedoforo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---