Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

poeticità (θηλ.ουσ) polàcco (ουσ αρσ )
poètico (ουσ αρσ ) polàcco (επίθ.)
poètico (επίθ.) polàre (θηλ. επίθ και ουσ)
poetizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) polarimetrìa (θηλ.ουσ)
poetùcolo (ουσ αρσ ) polarimètrico (επίθ.)
pòggia (θηλ.ουσ) polarìmetro (ουσ αρσ )
poggiacàpo (ουσ αρσ ) polariscòpio (ουσ αρσ )
poggiapièdi (ουσ αρσ ) polarità (θηλ.ουσ)
poggiàre (ρ.αμτβ.) polarizzabilità (θηλ.ουσ)
poggiàre (ρ. μτβ.) polarizzàre (ρ. μτβ.)
poggiàta (θηλ.ουσ) polarizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
poggiatèsta (ουσ αρσ ) polarizzàto (επίθ.)
pòggio (ουσ αρσ ) polarizzatóre (ουσ αρσ )
poggiòlo (ουσ αρσ ) polarizzatóre (επίθ.)
pòh (επιφ.) polarizzazióne (θηλ.ουσ)
pòi (επίρ.) polarografìa (θηλ.ουσ)
poiàna (θηλ.ουσ) polarògrafo (ουσ αρσ )
poiché (σύνδ.) polarogràmma (ουσ αρσ )
pointer (ουσ αρσ ) polaroid (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pois (ουσ αρσ ) polaroide (ουσ αρσ )
poise (ουσ αρσ ) pòlca (θηλ.ουσ)
poker (ουσ αρσ ) polder (ουσ αρσ )
pokerìsta (ουσ αρσ και θηλ.) polemàrco (ουσ αρσ )
polàcca (θηλ.ουσ) polèmica (θηλ.ουσ)
polacchìno (ουσ αρσ ) polemicità (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: