Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nascósto (αρσ. επίθ και ουσ) natatòrio (επίθ.)
nasèllo (ουσ αρσ ) nàtica (θηλ.ουσ)
nasétto (ουσ αρσ ) natimortalità (θηλ.ουσ)
nasièra (θηλ.ουσ) natìo (επίθ.)
nàso (ουσ αρσ ) nativìsmo (ουσ αρσ )
nasóne (ουσ αρσ ) nativìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
nàspo (ουσ αρσ ) natività (θηλ.ουσ)
nàssa (θηλ.ουσ) natìvo (ουσ αρσ )
nàsso (ουσ αρσ ) natìvo (επίθ.)
nastìa (θηλ.ουσ) nàto (ουσ αρσ )
nastràre (ρ. μτβ.) nàto (επίθ.)
nastrifórme (επίθ.) nàtron (ουσ αρσ )
nastrìno (ουσ αρσ ) nàtta (θηλ.ουσ)
nàstro (ουσ αρσ ) natùra (θηλ.ουσ)
nastrotèca (θηλ.ουσ) naturàle (αρσ. επίθ και ουσ)
nastùrzio (ουσ αρσ ) naturalézza (θηλ.ουσ)
nasùto (επίθ.) naturalìsmo (ουσ αρσ )
natàle (ουσ αρσ ) naturalìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
natàle (επίθ.) naturalìstico (επίθ.)
natalità (θηλ.ουσ) naturalizzàre (ρ. μτβ.)
natalìzio (ουσ αρσ ) naturalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
natalìzio (επίθ.) naturalizzazióne (θηλ.ουσ)
natànte (ουσ αρσ ) naturalménte (επίρ.)
natànte (επίθ.) naturamortìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
natatóia (θηλ.ουσ) naturìsmo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: