Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnàso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈnaso] η μύτη permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmenare per il naso = σερνω απ' τη μύτη || restare con un palmo di naso = μένω στα κρύα του λουτρού, αισθάνομαι φοβερή απογοήτευση || soffiarsi il naso = φυσώ τη μύτη μου || storcere il naso = ξινίζω τα μούτρα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |