ItalianoGreco


nastìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [nasˈtia]

κίνηση φυτού ανεξάρτητη από την κατεύθυνση του ερεθίσματος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z