Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnatànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [naˈtante] 1 βάρκα 2 σκάφος natànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [naˈtante] Επιπλέων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |