Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


natività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [nativiˈta]

1 εντοπιότητα
2 τόπος καταγωγής
3 γέννηση Χριστού
4 ενδημισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nativista nativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

natica (θηλ.ουσ)
natimortalità (θηλ.ουσ)
natio (επίθ.)
nativismo (ουσ αρσ )
nativista (ουσ αρσ και θηλ.)
natività (θηλ.ουσ)
nativo (ουσ αρσ )
nativo (επίθ.)
nato (ουσ αρσ )
nato (επίθ.)
natron (ουσ αρσ )
natta (θηλ.ουσ)
natura (θηλ.ουσ)
naturale (αρσ. επίθ και ουσ)
naturalezza (θηλ.ουσ)
naturalismo (ουσ αρσ )
naturalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
naturalistico (επίθ.)
naturalizzare (ρ. μτβ.)
naturalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---