Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nativìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [natiˈvizmo]

1 νατιβισμός
2 τοπικισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  natio nativista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

natatoia (θηλ.ουσ)
natatorio (επίθ.)
natica (θηλ.ουσ)
natimortalità (θηλ.ουσ)
natio (επίθ.)
nativismo (ουσ αρσ )
nativista (ουσ αρσ και θηλ.)
natività (θηλ.ουσ)
nativo (ουσ αρσ )
nativo (επίθ.)
nato (ουσ αρσ )
nato (επίθ.)
natron (ουσ αρσ )
natta (θηλ.ουσ)
natura (θηλ.ουσ)
naturale (αρσ. επίθ και ουσ)
naturalezza (θηλ.ουσ)
naturalismo (ουσ αρσ )
naturalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
naturalistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---