Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


natatóia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [nataˈtoja]

πτερύγιο ψαριού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  natante natatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

natalità (θηλ.ουσ)
natalizio (ουσ αρσ )
natalizio (επίθ.)
natante (ουσ αρσ )
natante (επίθ.)
natatoia (θηλ.ουσ)
natatorio (επίθ.)
natica (θηλ.ουσ)
natimortalità (θηλ.ουσ)
natio (επίθ.)
nativismo (ουσ αρσ )
nativista (ουσ αρσ και θηλ.)
natività (θηλ.ουσ)
nativo (ουσ αρσ )
nativo (επίθ.)
nato (ουσ αρσ )
nato (επίθ.)
natron (ουσ αρσ )
natta (θηλ.ουσ)
natura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---