Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [naˈtura] η φύση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcontro natura = παρά φύσιν || natura [θηλ.] morta = η νεκρή φύση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |