Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


naturalìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [naturaˈlizmo]

1 πιστή ακολουθία της φύσης
2 νατουραλισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  naturalezza naturalista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

natron (ουσ αρσ )
natta (θηλ.ουσ)
natura (θηλ.ουσ)
naturale (αρσ. επίθ και ουσ)
naturalezza (θηλ.ουσ)
naturalismo (ουσ αρσ )
naturalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
naturalistico (επίθ.)
naturalizzare (ρ. μτβ.)
naturalizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
naturalizzazione (θηλ.ουσ)
naturalmente (επίρ.)
naturamortista (ουσ αρσ και θηλ.)
naturismo (ουσ αρσ )
naturista (ουσ αρσ και θηλ.)
naturista (επίθ.)
naufragare (ρ.αμτβ.)
naufragio (ουσ αρσ )
naufrago (ουσ αρσ )
naumachia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---