Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nàufrago  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnawfrago]

ο ναυαγός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  naufragio naumachia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

naturismo (ουσ αρσ )
naturista (ουσ αρσ και θηλ.)
naturista (επίθ.)
naufragare (ρ.αμτβ.)
naufragio (ουσ αρσ )
naufrago (ουσ αρσ )
naumachia (θηλ.ουσ)
naupatia (θηλ.ουσ)
nausea (θηλ.ουσ)
nauseabondo (επίθ.)
nauseante (επίθ.)
nauseare (ρ. μτβ.)
nauseato (επίθ.)
nauta (ουσ αρσ )
nautica (θηλ.ουσ)
nautico (επίθ.)
nautilo (ουσ αρσ )
navale (επίθ.)
navalmeccanica (θηλ.ουσ)
navalmeccanico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---