Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


navalmeccànico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [na,valmekˈkaniko]

εργάτης ναυπηγείου

navalmeccànico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [na,valmekˈkaniko]

Ναυπηγικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  navalmeccanica navarco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nautica (θηλ.ουσ)
nautico (επίθ.)
nautilo (ουσ αρσ )
navale (επίθ.)
navalmeccanica (θηλ.ουσ)
navalmeccanico (ουσ αρσ )
navalmeccanico (επίθ.)
navarco (ουσ αρσ )
navarra (θηλ.ουσ)
navata (θηλ.ουσ)
nave (θηλ.ουσ)
navetta (θηλ.ουσ)
navicella (θηλ.ουσ)
navicello (ουσ αρσ )
navicolare (επίθ.)
navigabile (επίθ.)
navigabilità (θηλ.ουσ)
navigante (ουσ αρσ )
navigante (επίθ.)
navigare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---