ItalianoGreco


navicèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [naviˈʧɛlla]

1 το πλοιάριο
2 (spaziale) το διαστημόπλοιο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


navicella [θηλ.] spaziale = το διαστημόπλοιο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---