ItalianoGreco


navigatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [navigaˈtore]

1 ναυτιλλόμενος
2 ναύτης
3 ωκεανοπόρος
4 ναυτικός
5 θαλασσοπόρος
6 αξιωματικός ναυτιλίας σκάφους
7 ναυτίλος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---