Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnazionàle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [nattsjoˈnale] μέλος εθνικής ομάδας nazionàle ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [nattsjoˈnale] (squadra) η εθνική (ομάδα) nazionàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [nattsjoˈnale] εθνικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαinno [αρσ.] nazionale = ο εθνικός ύμνος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |