Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nazionàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [nattsjoˈnale]

μέλος εθνικής ομάδας

nazionàle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [nattsjoˈnale]

(squadra) η εθνική (ομάδα)

nazionàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [nattsjoˈnale]

εθνικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nazificare nazionalismo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


inno [αρσ.] nazionale = ο εθνικός ύμνος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

naviglio (ουσ αρσ )
navone (ουσ αρσ )
nazifascismo (ουσ αρσ )
nazifascista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nazificare (ρ. μτβ.)
nazionale (ουσ αρσ )
nazionale (θηλ.ουσ)
nazionale (επίθ.)
nazionalismo (ουσ αρσ )
nazionalista (ουσ αρσ και θηλ.)
nazionalista (επίθ.)
nazionalistico (επίθ.)
nazionalità (θηλ.ουσ)
nazionalizzare (ρ. μτβ.)
nazionalizzazione (θηλ.ουσ)
nazionalmente (επίρ.)
nazionalsocialismo (ουσ αρσ )
nazionalsocialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nazione (θηλ.ουσ)
nazismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---