Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nazìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [natˈtsizmo], [nadˈdzizmo]

1 εθνικοσοσιαλισμός
2 ναζισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nazione nazista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nazionalizzazione (θηλ.ουσ)
nazionalmente (επίρ.)
nazionalsocialismo (ουσ αρσ )
nazionalsocialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nazione (θηλ.ουσ)
nazismo (ουσ αρσ )
nazista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nazzareno (αρσ. επίθ και ουσ)
ne (προσωπ. αντων. e επίρ.)
ne (σύνδ.)
neanche (επίρ.)
nebbia (θηλ.ουσ)
nebbiogeno (επίθ.)
nebbiolo (ουσ αρσ )
nebbione (ουσ αρσ )
nebbiosità (θηλ.ουσ)
nebbioso (επίθ.)
nebulare (επίθ.)
nebulizzare (ρ. μτβ.)
nebulizzatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---