Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nebbiòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [nebˈbjɔlo]

κόκκινο κρασί του Πεδεμοντίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nebbiogeno nebbione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ne (προσωπ. αντων. e επίρ.)
ne (σύνδ.)
neanche (επίρ.)
nebbia (θηλ.ουσ)
nebbiogeno (επίθ.)
nebbiolo (ουσ αρσ )
nebbione (ουσ αρσ )
nebbiosità (θηλ.ουσ)
nebbioso (επίθ.)
nebulare (επίθ.)
nebulizzare (ρ. μτβ.)
nebulizzatore (ουσ αρσ )
nebulizzazione (θηλ.ουσ)
nebulosa (θηλ.ουσ)
nebulosità (θηλ.ουσ)
nebuloso (αρσ. επίθ και ουσ)
necessaire (ουσ αρσ )
necessariamente (επίρ.)
necessario (ουσ αρσ )
necessario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---