Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


necessàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [neʧesˈsarjo]

το απαραίτητο

necessàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [neʧesˈsarjo]

αναγκαίος (-α, -ο), απαραίτητος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  necessariamente necessità  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


lo stretto necessario [αρσ.] = τα απολύτως απαραίτητα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nebulosa (θηλ.ουσ)
nebulosità (θηλ.ουσ)
nebuloso (αρσ. επίθ και ουσ)
necessaire (ουσ αρσ )
necessariamente (επίρ.)
necessario (ουσ αρσ )
necessario (επίθ.)
necessità (θηλ.ουσ)
necessitare (ρ.αμτβ.)
necessitare (ρ. μτβ.)
necrobiosi (θηλ.ουσ)
necrofagia (θηλ.ουσ)
necrofago (αρσ. επίθ και ουσ)
necrofilia (θηλ.ουσ)
necrofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
necrofobia (θηλ.ουσ)
necroforo (ουσ αρσ )
necrologia (θηλ.ουσ)
necrologico (επίθ.)
necrologio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---